- εσύστερον
- ἐσύστερον (Α)(επίρρ. αντί ἐς ὕστερον) στο μέλλον, από 'δω και πέρα, ύστερα, κατόπιν («ἡ ἐσύστερον ἐπελθοῡσα γυνή», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση ες ύστερον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐσύστερον — hereafter indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)